αθάλη

αθάλη
η
1. αιθάλη, καπνιά
2. τέφρα, στάχτη
3. σωρός από αναμμένα κάρβουνα στην αρχή τής αποτεφρώσεώς τους, ανθρακιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αἰθάλη με προληπτική αφομοίωση.
ΠΑΡ. αθαλώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αθάλη — η αιθάλη, καπνιά: Σπίθα μικρή κι αψήφιστη κρυμμένη στην αθάλη (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθαλώνω — [αθάλη] μαυρίζω κάποιον ή κάτι με αιθάλη, καπνιά, μουντζουρώνω, μαυρίζω …   Dictionary of Greek

  • αθαλοκακομοίρης — ο αυτός που περνά τον καιρό του πλάι στις στάχτες τού τζακιού, κακομοιριασμένος, φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθάλη + κακομοίρης] …   Dictionary of Greek

  • ολοκαί(γ)ω — καίω κάτι εντελώς, κατακαίω, κάνω στάχτη («μαγάρι να μ ολόκαιγε, να μέ κανεν αθάλη», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • Δετζώρτζη, Δέσποινα — (Αθήνα 1919 –). Λογοτέχνης και μεταφράστρια. Είναι πρώην σύζυγος του Νάσου Δετζώρτζη (βλ. λ.). Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (τμήμα ιστορίας και αρχαιολογίας). Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1953 με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”